στραγγίζω

στραγγίζω
(αόρ. (ε)στράγγισα и (ε)στράγγιξα) 1. μετ. выжимать, отжимать;
2) цедить, процеживать; фильтровать; 3) осушать, выпивать до дна;

στραγγίξαμε τα ποτήρια μας — мы осушили свои бокалы;

4) перен. заездить, укатать, замучить (мужчинуо страстной женщине);
2. αμετ. выжиматься, отжиматься; 2) процеживаться, фильтроваться; 3) стекать;

κρέμασε τίς φανέλλες να στραγγίσουν — повесь майки, чтобы с них стекла вода;

εστράγγισε το τυρί στίς τσαντίλες сыр откинут в мешочки;
4) перен. сохнуть, чахнуть; изнемогать; εστράγγισα στα πόδια μου να σε περιμένω у меня ноги чуть не отнялись, пока я тебя ждал

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "στραγγίζω" в других словарях:

  • στραγγίζω — squeeze out pres subj act 1st sg στραγγίζω squeeze out pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στραγγίζω — 1 στράγγισα βλ. πίν. 33 2 στράγγιξα βλ. πίν. 23 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • στραγγίζω — ΝΜΑ [στράγξ, γγός] 1. βγάζω το υγρό που περιέχεται σε κάτι συμπιέζοντας το ή αφήνοντας το να στεγνώσει με αποστάλαξη (α. «στραγγίζω τα ρούχα» β. «στραγγίζω ἐλαίας», Γεωπ. γ. «στραγγιεῑ τὸ αἷμα», ΠΔ) 2. διηθώ, σουρώνω (α. «στραγγίζω το κρασί» β.… …   Dictionary of Greek

  • στραγγίζω — στράγγισα και στράγγιξα, στραγγίστηκα, στραγγισμένος 1. μτβ., πιέζω και αφαιρώ το νερό από κάτι: Στράγγισε τα ρούχα. 2. αμτβ., μου αφαιρείται το υγρό: Στράγγιξαν τα ρούχα. 3. διυλίζω, σουρώνω: Στραγγίζω το γάλα. 4. εξαντλούμαι: Στράγγιξε από την… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στραγγιεῖ — στραγγίζω squeeze out fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) στραγγίζω squeeze out fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στραγγίζει — στραγγίζω squeeze out pres ind mp 2nd sg στραγγίζω squeeze out pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στραγγίσαι — στραγγίζω squeeze out aor inf act στραγγίσαῑ , στραγγίζω squeeze out aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐστραγγισμένον — στραγγίζω squeeze out perf part mp masc acc sg στραγγίζω squeeze out perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στραγγίζεσθαι — στραγγίζω squeeze out pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στραγγίζων — στραγγίζω squeeze out pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐστραγγισμένου — στραγγίζω squeeze out perf part mp masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»